πενθήμερο(ν)

πενθήμερο(ν)
το пятидневный срок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πενθήμερο(ν)" в других словарях:

  • πενθήμερος — και πενταήμερος, η, ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες 2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες νεοελλ. το πενθήμερο α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών β) (κατ… …   Dictionary of Greek

  • Λάντορ, Γουόλτερ Σάβατζ — (Walter Savage Landor, Γουόργουικ 1775 – 1864). Άγγλος λογοτέχνης. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αλλά ο ίδιος διαπνεόταν από δημοκρατικά φρονήματα. Οι επαναστατικές του ιδέες έγιναν αιτία να αποβληθεί από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • πενθήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε μέρες. 2. ως ουσ., πενθήμερο, το χρονικό διάστημα πέντε ημερών, πενθημερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»